- προευτρεπισμός
- προευ-τρεπισμός, ὁ,A previous preparation, Simp.in Epict.p.135D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προευτρεπισμός — previous preparation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευτρεπισμός — ὁ, ΜΑ [προευτρεπίζω] η απαραίτητη προετοιμασία … Dictionary of Greek
προευτρεπισμόν — προευτρεπισμός previous preparation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)